- συνάπτοντας
- συνάπτωjoin togetherpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινυκτίς — ἐπινυκτίς, ἡ (Α) [νυξ, νυκτός] 1. νυχτερινή φρούρηση 2. φλύκταινα που γίνεται τη νύχτα 3. βιβλίο όπου γράφονται όσα συμβαίνουν τη νύχτα, αντίθ. τού ἐφημερίς («ταῑς καλουμέναις ἐφημερίσι τὰς ὑφ’ ἡμῶν ὀνομαζομένας ἐπινυκτίδας συνάπτοντας», Συνέσ.) … Dictionary of Greek
κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… … Dictionary of Greek
μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… … Dictionary of Greek
πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ερριέτα-Μαρία — (Henriette Marie, 1605 – 1669). Βασίλισσα της Αγγλίας, κόρη του Ερρίκου Δ’ και της Μαρίας των Μεδίκων. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της Ουαλίας, που είναι γνωστός ως Κάρολος A’, βασιλιάς της Αγγλίας. Εξαιτίας δογματικών διαφορών διαδραματίζονταν… … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
Ίσαυροι — Βυζαντινή δυναστεία, η οποία προερχόταν από την Ισαυρία (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας – παρότι τόπος γέννησης του ιδρυτή της δυναστείας, Λέοντα Γ’, ήταν η Γερμανικεία της Συρίας. Χάρη στα δύο πρώτα μέλη της, η δυναστεία των Ι. διαδραμάτισε ιδιαίτερο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κογεβίνας, Λυκούργος — (Κέρκυρα 1887 – Αθήνα 1940). Ζωγράφος και χαράκτης. Στη ζωγραφική μυήθηκε από τον Γ. Σαμαρτζή και παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Σπούδασε, ακόμη, στις Ακαδημίες Γκραντ Σομιέρ και Ζιλιάν στο Παρίσι, όπου… … Dictionary of Greek